Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κρατώ, κουβαλώ
στοχεύω, κατευθύνω
κρατώ, σφίγγω
αγκαλιάζω, κρατώ
κατέχω, έχω
κρατώ, έχω
αποφασίζω, κηρύσσω
κατέχω, διατηρώ
κατέχω, έχω
διοργανώνω, πραγματοποιώ
κρατώ, διατηρώ
κρατώ, συγκρατώ
κρατώ, προστατεύω
κρατώ, συλλαμβάνω
κρατάω, εμποδίζω
κρατώ, ελέγχω
συγκρατώ, ελέγχω
κρατώ, διατηρώ
διατηρώ, διαρκώ
κρατώ, κολλώ
διατηρώ, κρατώ
διατηρώ, παραμένω
κρατώ, αντέχω
κρατώ, αντέχω
κρατώ, παραμένει σε ισχύ
κρατώ, διατηρώ
περιμένετε στη γραμμή, παραμένετε στη γραμμή
περιέχω, έχω χωρητικότητα
αντέχω το αλκοόλ, κρατάω το ποτό μου
περιέχει, κρατά
συμφωνώ με, υποστηρίζω
παραλείπω, αποκλείω
αφαίρεσε, παράλειψε
λαβή, χειρολαβή
κρατώντας, πιάσιμο
κελί, φυλακή
αμπάρι, χώρος φορτίου
οχυρό, φρούριο
έλεγχος, επιρροή
κατανόηση, αντίληψη
κράτηση, κατάσχεση
αναμονή, καθυστέρηση
κρατούμενο, έλεγχος
Λεξικό Δέντρο



























