Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
exterior
Παραδείγματα
They decided to repaint the exterior walls of the house to refresh its look.
Αποφάσισαν να ξαναβάψουν τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού για να ανανεώσουν την εμφάνισή του.
The building ’s exterior surfaces are designed to withstand extreme weather.
Οι εξωτερικές επιφάνειες του κτιρίου είναι σχεδιασμένες να αντέχουν σε ακραίες καιρικές συνθήκες.
Παραδείγματα
She appreciated the car 's sleek exterior style, which matched her taste perfectly.
Εκτίμησε το κομψό εξωτερικό στυλ του αυτοκινήτου, που ταίριαζε απόλυτα με το γούστο της.
She chose plants that would complement the exterior landscaping.
Επέλεξε φυτά που θα συμπλήρωναν τον εξωτερικό κηποτεχνικό σχεδιασμό.
1.2
εξωτερικός, για εξωτερική χρήση
intended for use on outer surfaces or outside areas
Παραδείγματα
They chose a weather-resistant exterior paint for the house ’s siding.
Επέλεξαν μια ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες εξωτερική βαφή για την επένδυση του σπιτιού.
The furniture is made with exterior materials that wo n’t fade in the sun.
Τα έπιπλα είναι κατασκευασμένα από εξωτερικά υλικά που δεν θα ξεθωριάσουν στον ήλιο.
02
εξωτερικός, σε εξωτερικό χώρο
referring to outdoor settings or scenes, particularly in the context of film production
Παραδείγματα
They scheduled all the exterior shots for the morning to capture the best natural light.
Προγραμματίσανε όλες τις εξωτερικές λήψεις το πρωί για να καταγράψουν το καλύτερο φυσικό φως.
The director preferred shooting on real exterior sets rather than in a studio.
Ο σκηνοθέτης προτίμησε να γυρίσει σε πραγματικά εξωτερικά σκηνικά παρά σε στούντιο.
03
εξωτερικός, προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες
originating from or related to outside factors or influences
Παραδείγματα
The thick walls are designed to reduce exterior noise from the busy street.
Οι παχείς τοίχοι έχουν σχεδιαστεί για να μειώνουν τον εξωτερικό θόρυβο από το πολυσύχναστο δρόμο.
The team was cautious about letting exterior pressures affect their decision-making.
Η ομάδα ήταν προσεκτική στο να μην αφήσει τις εξωτερικές πιέσεις να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων.
Exterior
01
εξωτερικό, εξωτερική επιφάνεια
the outer surface or outermost layer of an object, building, etc.
Παραδείγματα
The mug ’s glossy exterior was decorated with colorful patterns.
Το γυαλιστερό εξωτερικό του κούπας ήταν διακοσμημένο με πολύχρωμα σχέδια.
Dirt and scratches had accumulated on the car ’s exterior over time.
Βρωμιά και γρατζουνιές είχαν συσσωρευτεί στο εξωτερικό του αυτοκινήτου με το πέρασμα του χρόνου.
Παραδείγματα
The park ’s exterior was lined with benches and flower beds.
Το εξωτερικό του πάρκου ήταν περιτριγυρισμένο με παγκάκια και παρτέρια.
Security cameras monitor both the building 's interior and exterior.
Οι κάμερες ασφαλείας παρακολουθούν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό του κτιρίου.
03
εμφάνιση, συμπεριφορά
the outward behavior, appearance, or demeanor a person presents to others
Παραδείγματα
His calm exterior hid the nervous energy he felt before the interview.
Το ήρεμο εξωτερικό του έκρυβε την νευρική ενέργεια που αισθανόταν πριν από τη συνέντευξη.
Though she appeared cheerful, her reserved exterior masked the stress she was experiencing.
Παρόλο που φαινόταν χαρούμενη, το συγκρατημένο εξωτερικό της έκρυβε το άγχος που βίωνε.
04
εξωτερικό, σκηνές εξωτερικού χώρου
an outdoor scene or setting used in film production
Παραδείγματα
The director chose a remote beach as the location for filming exteriors.
Ο σκηνοθέτης επέλεξε μια απομακρυσμένη παραλία ως τοποθεσία για τη μαγνητοσκόπηση των εξωτερικών σκηνών.
They needed a picturesque village to shoot the movie ’s exteriors.
Χρειάζονταν ένα γραφικό χωριό για να γυρίσουν τα εξωτερικά της ταινίας.



























