Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σπάω, θρυμματίζω
σπάω, θρυμματίζω
δραπετεύω, ξεφεύγω
σπάω, προκαλώ κάταγμα
παραβιάζω, σπάω
σπάω, χαλάω
διακόπτω, σπάω
κάνω ένα διάλειμμα, διακόπτω
απορροφώ, σπάω
ξεπερνώ, υπερβαίνω
σπάω, ξεσπάω
σπάω, καταστρέφω
σπάω, τερματίζω
σπάζω, υποτάσσω
σπάω, αποδυναμώνω
σπάω, αλλάζω (φωνή)
σπάω, διακόπτομαι
αποκρυπτογραφώ, αποκαλύπτω
αποκαλύπτω, ανακοινώνω
ανακοινώνω, αποκαλύπτω
διαχωρίζομαι, σπάω
σχίζω, κόβω
σπάω, καταστρέφω
σπάω, αλλάζω
κάνει το break, χτυπώ
σπάω, εμφανίζομαι
ξεκαθαρίζω, αλλάζω απότομα
σπάω, θρυμματίζομαι
ξεκινώ, αρχίζω
διαλύομαι, αποκαθιστώ
σπάω, παραβιάζω
διάλειμμα, ανάπαυση
κάταγμα, ρήγμα
μια διακοπή, μια παύση
τύχη, ευκαιρία
ρήγμα, θραύση
ρήξη, διακοπή
ρήγμα, ρήξη
απόδραση, έκρηξη
το μπρέικ, η αρχική βολή
απόδραση, φυγή
αποτυχημένη ρίψη, κενό πλαίσιο
μπρέικ, σπάσιμο σερβίσιμου
μια θραύση, μια ρήξη
διαφημιστικό διάλειμμα, διακοπή για διαφημίσεις
διάλειμμα, ανάπαυλα
Λεξικό Δέντρο



























