Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Breadnut
01
ψωμοκάρυδο, φρούτο ψωμιού
a starchy fruit resembling chestnut or potato
Παραδείγματα
It took some effort, but I managed to crack open the breadnut's hard shell.
Χρειάστηκε κάποια προσπάθεια, αλλά κατάφερα να σπάσω το σκληρό κέλυφος του ψωμοκάρυου.
They gathered beneath a majestic breadnut tree, enjoying a picnic with breadnut-based sandwiches.
Συγκεντρώθηκαν κάτω από ένα μεγαλοπρεπές δένδρο του άρτου, απολαμβάνοντας ένα πικνίκ με σάντουιτς βασισμένα σε φρούτο του άρτου.



























