Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delicately
01
λεπτά, προσεκτικά
in a careful and gentle manner while paying attention to details
Παραδείγματα
She handled the fragile artifact delicately, mindful of its value.
Χειρίστηκε το εύθραυστο αντικείμενο με προσοχή, συνειδητοποιώντας την αξία του.
The artist delicately blended colors on the canvas, creating a light and pleasing effect.
Ο καλλιτέχνης με προσοχή ανέμειξε τα χρώματα στον καμβά, δημιουργώντας ένα ελαφρύ και ευχάριστο εφέ.
02
με ευαισθησία, με δεξιοτεχνία
in a manner that is attentive and skillful
Παραδείγματα
The dancer moved delicately across the stage with graceful steps.
Ο χορευτής κινήθηκε με ευαισθησία στη σκηνή με χαριτωμένα βήματα.
The surgeon performed the delicate procedure delicately.
Ο χειρουργός πραγματοποίησε την ευαίσθητη διαδικασία με ευαισθησία.
03
λεπτά, με λεπτότητα
in a thoughtful and considerate manner to avoid causing offense or emotional harm
Παραδείγματα
The writer approached the sensitive topic delicately in the novel.
Ο συγγραφέας πλησίασε το ευαίσθητο θέμα με ευαισθησία στο μυθιστόρημα.
He resolved the conflict delicately, avoiding further tension.
Επίλυσε τη διαμάχη με ευαισθησία, αποφεύγοντας περαιτέρω ένταση.
04
λεπτά, με λεπτότητα
in subtle way, not forceful or intense
Παραδείγματα
The fragrance of the flowers filled the room delicately, creating a pleasant atmosphere.
Η μυρωδιά των λουλουδιών γέμισε το δωμάτιο απαλά, δημιουργώντας μια ευχάριστη ατμόσφαιρα.
The chef delicately seasoned the dish, allowing the flavors to blend subtly.
Ο σεφ καρύκευε το πιάτο με λεπτότητα, επιτρέποντας στις γεύσεις να αναμειχθούν διακριτικά.
Λεξικό Δέντρο
delicately
delicate
delic



























