mildly
mild
ˈmaɪld
μαιλντ
ly
li
λι
British pronunciation
/mˈa‍ɪldli/

Ορισμός και σημασία του "mildly"στα αγγλικά

01

ελαφρά, μέτρια

slightly but noticeably
mildly definition and meaning
example
Παραδείγματα
She was mildly surprised by the unexpected compliment.
Ήταν ελαφρά έκπληκτη από το απροσδόκητο κομπλιμέντο.
She was mildly amused by his attempt at a joke.
Ήταν ελαφρά διασκεδασμένη από την προσπάθειά του να πει ένα αστείο.
02

ήπια, ελαφρά

in a soft manner, without intensity or harshness
example
Παραδείγματα
She spoke mildly, trying to calm the tense situation.
Μίλησε ήρεμα, προσπαθώντας να ηρεμήσει την τεταμένη κατάσταση.
The wind blew mildly, providing a pleasant breeze on a hot day.
Ο άνεμος φύσηξε απαλά, προσφέροντας ένα ευχάριστο αεράκι σε μια καυτή μέρα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store