Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mildly
01
ελαφρά, μέτρια
slightly but noticeably
Παραδείγματα
She was mildly surprised by the unexpected compliment.
Ήταν ελαφρά έκπληκτη από το απροσδόκητο κομπλιμέντο.
She was mildly amused by his attempt at a joke.
Ήταν ελαφρά διασκεδασμένη από την προσπάθειά του να πει ένα αστείο.
02
ήπια, ελαφρά
in a soft manner, without intensity or harshness
Παραδείγματα
She spoke mildly, trying to calm the tense situation.
Μίλησε ήρεμα, προσπαθώντας να ηρεμήσει την τεταμένη κατάσταση.
The wind blew mildly, providing a pleasant breeze on a hot day.
Ο άνεμος φύσηξε απαλά, προσφέροντας ένα ευχάριστο αεράκι σε μια καυτή μέρα.
Λεξικό Δέντρο
mildly
mild



























