Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
substantial
Παραδείγματα
The company made a substantial investment in upgrading its infrastructure.
Η εταιρεία έκανε μια σημαντική επένδυση στην αναβάθμιση της υποδομής της.
She received a substantial raise after her promotion.
Λάμβανε μια σημαντική αύξηση μετά την προαγωγή της.
02
θρεπτικός, χορταστικός
containing a significant amount of nourishment
Παραδείγματα
The meal was substantial, with a variety of dishes that provided a balanced and nourishing diet.
Το γεύμα ήταν θρεπτικό, με μια ποικιλία πιάτων που παρείχαν μια ισορροπημένη και θρεπτική διατροφή.
The salad was made with substantial ingredients like avocados and nuts, offering both flavor and nutritional value.
Η σαλάτα φτιάχτηκε με θρεπτικά συστατικά όπως αβοκάντο και ξηρούς καρπούς, προσφέροντας γεύση και θρεπτική αξία.
03
ουσιαστικός, θεμελιώδης
related to the true or fundamental nature of something
Παραδείγματα
The artist ’s work reveals a substantial understanding of human emotions and their complexities.
Το έργο του καλλιτέχνη αποκαλύπτει μια ουσιαστική κατανόηση των ανθρώπινων συναισθημάτων και των πολυπλοκότητών τους.
Their friendship was built on a substantial foundation of trust and mutual respect.
Η φιλία τους χτίστηκε σε μια ουσιαστική βάση εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού.
Παραδείγματα
The lawyer presented substantial evidence to support his case.
Ο δικηγόρος παρουσίασε ουσιαστικά στοιχεία για να υποστηρίξει την υπόθεσή του.
The findings were based on substantial research and data.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε ουσιαστική έρευνα και δεδομένα.
05
σημαντικός, ουσιαστικός
possessing significant wealth or influence
Παραδείγματα
The family lived in a substantial estate, surrounded by acres of land and luxury amenities.
Η οικογένεια ζούσε σε μια ουσιαστική έπαυλη, περιτριγυρισμένη από εκτάρια γης και πολυτελή ανέσεις.
The company was acquired by a substantial firm with extensive resources and a powerful network.
Η εταιρεία εξαγοράστηκε από μια σημαντική εταιρεία με εκτεταμένους πόρους και ένα ισχυρό δίκτυο.
Παραδείγματα
The new office building was constructed with substantial materials, ensuring its long-term durability.
Το νέο κτίριο γραφείων κατασκευάστηκε με στέρεα υλικά, διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά του.
The table was made from substantial oak, providing both strength and an elegant appearance.
Το τραπέζι ήταν κατασκευασμένο από στερεή δρυ, προσφέροντας και αντοχή και μια κομψή εμφάνιση.
Παραδείγματα
The CEO 's decision will have substantial implications for the company's future.
Η απόφαση του CEO θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον της εταιρείας.
Her contribution to the project was substantial, shaping its final direction.
Η συμβολή της στο έργο ήταν σημαντική, διαμορφώνοντας την τελική του κατεύθυνση.
Λεξικό Δέντρο
insubstantial
substantiality
substantialize
substantial
substant



























