
Αναζήτηση
appreciable
01
σημαντικός, αντιληπτός
large or significant enough to be noticed or measured
Example
The new policy resulted in an appreciable improvement in employee satisfaction and productivity.
Η νέα πολιτική είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική βελτίωση στην ικανοποίηση και την παραγωγικότητα των υπαλλήλων.
The renovations made an appreciable difference in the home's overall value and appearance.
Οι ανακαινίσεις έκαναν μια σημαντική διαφορά στην συνολική αξία και την εμφάνιση του σπιτιού.

Συναφή Λέξεις