Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
appreciably
01
αισθητά, σημαντικά
to a degree or extent that is easily noticeable
Παραδείγματα
The temperature dropped appreciably during the night.
Η θερμοκρασία έπεσε αισθητά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
The changes in the policy were appreciably beneficial to employees.
Οι αλλαγές στην πολιτική ήταν αισθητά ωφέλιμες για τους εργαζόμενους.
Λεξικό Δέντρο
appreciably
appreciable
appreci



























