Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
considerably
01
σημαντικά, κατά πολύ
by a significant amount or to a significant extent
Παραδείγματα
The new software improved efficiency considerably.
Το νέο λογισμικό βελτίωσε σημαντικά την αποτελεσματικότητα.
The cost of living has risen considerably in recent years.
Το κόστος ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
considerably
considerable
consider



























