Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
appreciated
01
εκτιμημένος, αναγνωρισμένος
having a thorough understanding or grasp of something
Παραδείγματα
Her appreciated advice helped the team succeed.
Οι εκτιμημένες συμβουλές του βοήθησαν την ομάδα να πετύχει.
She felt like an appreciated member of the group.
Αισθανόταν σαν ένα εκτιμώμενο μέλος της ομάδας.
02
αναγνωρισμένος, εκτιμημένος
recognized or valued for a quality, merit, or contribution
Παραδείγματα
She felt appreciated by her colleagues for her hard work and dedication to the project.
Αισθάνθηκε εκτιμημένη από τους συναδέλφους της για τη σκληρή της δουλειά και την αφοσίωσή της στο έργο.
It 's important to make others feel appreciated for their efforts, no matter how small.
Είναι σημαντικό να κάνετε τους άλλους να αισθάνονται εκτιμημένοι για τις προσπάθειές τους, όσο μικρές και αν είναι.
Λεξικό Δέντρο
unappreciated
appreciated
appreciate
appreci



























