Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
affluent
01
ευκατάστατος, πλούσιος
possessing a great amount of riches and material goods
Παραδείγματα
The affluent neighborhood was characterized by its luxurious homes and upscale amenities.
Η ευκατάστατη γειτονιά χαρακτηριζόταν από τις πολυτελείς κατοικίες και τις ανώτερες ανέσεις.
The company targeted affluent consumers with its high-end products and services.
Η εταιρεία στοχεύει στους πλούσιους καταναλωτές με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες υψηλής ποιότητας της.
Affluent
01
παραπόταμος, εμβολέας
a tributary stream or river that flows into a larger one
Παραδείγματα
Several affluents join the main river before it reaches the delta.
Πολλοί παραπόταμοι ενώνονται με τον κύριο ποταμό πριν φτάσει στο δέλτα.
The ecology of the lake depends on the quality of its affluents.
Η οικολογία της λίμνης εξαρτάται από την ποιότητα των παραποτάμων της.
02
πλούσιος, ευκατάστατος
a person who is wealthy
Παραδείγματα
The affluent donated generously to the new hospital.
Οι πλούσιοι δώρισαν γενναιόδωρα στο νέο νοσοκομείο.
She is considered an affluent due to her successful business.
Θεωρείται πλούσιο πρόσωπο λόγω της επιτυχημένης επιχείρησής της.
Λεξικό Δέντρο
affluent
afflu



























