Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Affluence
01
πλούτος, ευμάρεια
the state of having a large amount of money, valuable possessions, or other material resources
Παραδείγματα
The family enjoyed a life of affluence in their luxurious mansion.
Η οικογένεια απολάμβανε μια ζωή ευμάρειας στην πολυτελή έπαυλή τους.
Economic reforms brought affluence to many urban areas.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έφεραν ευημερία σε πολλές αστικές περιοχές.
Λεξικό Δέντρο
affluence
afflu



























