Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
substantively
01
ουσιαστικά, με σημαντικό τρόπο
in a way that is significant, often in terms of impression or content
Παραδείγματα
The revised proposal addressed the issues substantively, providing detailed solutions.
Η αναθεωρημένη πρόταση αντιμετώπισε τα ζητήματα ουσιαστικά, παρέχοντας λεπτομερείς λύσεις.
The new law changes were substantively different from the previous regulations.
Οι αλλαγές στον νέο νόμο ήταν ουσιαστικά διαφορετικές από τους προηγούμενους κανονισμούς.
Λεξικό Δέντρο
substantively
substantive



























