Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fundamental
01
θεμελιώδης, βασικός
related to the core and most important or basic parts of something
Παραδείγματα
Understanding basic mathematics is fundamental to solving more complex problems.
Η κατανόηση της βασικής μαθηματικής είναι θεμελιώδης για την επίλυση πιο πολύπλοκων προβλημάτων.
Respect for others is fundamental to building strong relationships.
Ο σεβασμός προς τους άλλους είναι θεμελιώδης για την οικοδόμηση ισχυρών σχέσεων.
02
θεμελιώδης, ουσιαστικός
profound or central to the nature or essence of something
Παραδείγματα
Her fundamental kindness shone through in every interaction.
Η θεμελιώδης καλοσύνη της έλαμπε σε κάθε αλληλεπίδραση.
The artist 's fundamental creativity was evident in all of his work.
Η θεμελιώδης δημιουργικότητα του καλλιτέχνη ήταν εμφανής σε όλα του τα έργα.
Fundamental
01
θεμελιώδης, θεμελιώδης συχνότητα
the lowest frequency in a sound or musical note, which defines its pitch
Παραδείγματα
The fundamental of the sound wave corresponds to the main tone heard when a trumpet is played.
Το θεμελιώδες του ηχητικού κύματος αντιστοιχεί στην κύρια νότα που ακούγεται όταν παίζεται μια τρομπέτα.
In tuning a piano, the fundamental of each note must be precisely aligned for accurate sound.
Στον κούρδισμα ενός πιάνου, η θεμελιώδης συχνότητα κάθε νότας πρέπει να είναι ακριβώς ευθυγραμμισμένη για ακριβή ήχο.
02
βασικές αρχές, θεμελιώδεις αρχές
the basic principles, elements, or core concepts of something
Παραδείγματα
Understanding the fundamentals of mathematics is essential before tackling more advanced topics.
Η κατανόηση των βασικών αρχών των μαθηματικών είναι απαραίτητη πριν από την αντιμετώπιση πιο προχωρημένων θεμάτων.
Respect and honesty are the fundamentals of any healthy relationship.
Ο σεβασμός και η ειλικρίνεια είναι τα βασικά στοιχεία κάθε υγιούς σχέσης.
Λεξικό Δέντρο
fundamentally
fundamental
fundament



























