Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deep-rooted
01
βαθιά ριζωμένο, σταθερά καθιερωμένο
(of ideas, beliefs, or principles) firmly established and difficult to change
Παραδείγματα
Her deep-rooted belief in equality guided her actions throughout her life.
Η βαθιά ριζωμένη πίστη της στην ισότητα καθοδήγησε τις πράξεις της σε όλη τη ζωή της.
The community ’s traditions are deep-rooted, passed down through generations.
Οι παραδόσεις της κοινότητας είναι βαθιά ριζωμένες, που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά.



























