Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Functionary
01
αξιωματούχος, επίσημος υπάλληλος
a person who performs a certain official purpose or duty, especially in government offices
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αξιωματούχος, επίσημος υπάλληλος