Afield
volume
British pronunciation/ɐfˈiːld/
American pronunciation/əˈfiɫd/

Ορισμός και Σημασία του "afield"

01

εκτός θέματος, άσχετα

off the subject; beyond the point at issue
02

σε πεδίο, στο πεδίο

in or into a field (especially a field of battle)
03

στις έξω περιοχές, εκτός της συνηθισμένης του περιβάλλοντος

beyond one's home or usual environment
example
Example
click on words
The explorers ventured afield to discover new landscapes.
Οι εξερευνητές τολμούσαν να βγουν στις έξω περιοχές, εκτός της συνηθισμένης τους περιβάλλοντος, για να ανακαλύψουν νέα τοπία.
During the summer, many families choose to travel afield to explore different countries.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πολλές οικογένειες επιλέγουν να ταξιδεύουν στις έξω περιοχές, εκτός της συνηθισμένης του περιβάλλοντος, για να εξερευνήσουν διάφορες χώρες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store