Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεταφέρω, κουβαλώ
μεταδίδω, δημοσιεύω
κουβαλώ, έχω μαζί μου
μεταφέρω, αντέχω
μεταφέρω, υποστηρίζω
μεταφέρω, οδηγώ
επεκτείνω, διατηρώ
μεταφέρω, περιλαμβάνω
κερδίζω, φέρω
μεταφέρω, διαθέτω
μεταδίδω, επικοινωνώ
προσφέρω, διαθέτω
συμπεριφέρομαι, φέρομαι
κουβαλώ, είμαι έγκυος
διατηρώ, κουβαλώ
εγκρίνω, υιοθετώ
μεταφέρω, κουβαλώ
μεταφέρω, πραγματοποιώ
υποστηρίζω, διατηρώ
εκτοξεύω, πυροδοτώ
παράγω, αποφέρω
εντοπίζω, ακολουθώ μια μυρωδιά
μεταφέρω, μετακινώ
αναλαμβάνω τον έλεγχο, κυριαρχώ
πείθω, κερδίζω την υποστήριξη
μεταφέρω, αναλαμβάνω
μεταφέρω, προωθώ
μεταφέρω, έχω
μεταφέρω, κουβαλώ
μεταφέρω, φιλοξενώ
the action of transporting or holding something from one place to another
απόσταση πτήσης, απόσταση πέρασματος
τρέξιμο, μεταφορά
Λεξικό Δέντρο



























