Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carrousel
01
καρουζέλ
a large, rotating machine with seats for children to ride or amusement
02
ιμάντας μεταφοράς αποσκευών
a conveyer belt that carries luggage to be claimed by air travelers
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καρουζέλ
ιμάντας μεταφοράς αποσκευών