contracted
cont
ˈkɑnt
καντ
rac
ræk
ραικ
ted
təd
ταντ
British pronunciation
/kəntɹˈæktɪd/

Ορισμός και σημασία του "contracted"στα αγγλικά

contracted
01

μειωμένος, συρρικνωμένος

reduced or decreased in extent or scope
contracted definition and meaning
example
Παραδείγματα
The company 's profits were significantly lower this quarter, reflecting a contracted financial performance.
Τα κέρδη της εταιρείας ήταν σημαντικά χαμηλότερα αυτό το τρίμηνο, αντικατοπτρίζοντας μια συρρικνωμένη οικονομική απόδοση.
Due to economic challenges, the company had to make some tough decisions, resulting in a contracted workforce.
Λόγω των οικονομικών προκλήσεων, η εταιρεία έπρεπε να λάβει κάποιες δύσκολες αποφάσεις, με αποτέλεσμα να μειωθεί το εργατικό δυναμικό.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store