Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contracted
01
μειωμένος, συρρικνωμένος
reduced or decreased in extent or scope
Παραδείγματα
The company 's profits were significantly lower this quarter, reflecting a contracted financial performance.
Τα κέρδη της εταιρείας ήταν σημαντικά χαμηλότερα αυτό το τρίμηνο, αντικατοπτρίζοντας μια συρρικνωμένη οικονομική απόδοση.
Due to economic challenges, the company had to make some tough decisions, resulting in a contracted workforce.
Λόγω των οικονομικών προκλήσεων, η εταιρεία έπρεπε να λάβει κάποιες δύσκολες αποφάσεις, με αποτέλεσμα να μειωθεί το εργατικό δυναμικό.
Λεξικό Δέντρο
contracted
contract



























