Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decreased
01
μειωμένος, ελαττωμένος
made smaller in amount, intensity, or extent
Παραδείγματα
The decreased demand for the product led to a drop in production.
Η μειωμένη ζήτηση για το προϊόν οδήγησε σε πτώση της παραγωγής.
The decreased number of attendees at the event was noticeable.
Ο μειωμένος αριθμός των παρευρισκομένων στην εκδήλωση ήταν αισθητός.



























