Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
diminished
Παραδείγματα
The patient had a diminished liver size due to chronic disease.
Ο ασθενής είχε μειωμένο μέγεθος ήπατος λόγω χρόνιας νόσου.
The diminished vision in his left eye was caused by a previous injury.
Η μειωμένη όραση στο αριστερό του μάτι προκλήθηκε από ένα προηγούμενο τραυματισμό.
02
μειωμένος, ελαττωμένος
made smaller in amount or intensity
Παραδείγματα
The diminished light from the setting sun created a softer, more tranquil atmosphere in the room.
Το μειωμένο φως από τον ηλιοβασίλεμα δημιούργησε μια πιο απαλή, πιο γαλήνια ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.
The company 's diminished profits were a result of increased competition and market changes.
Τα μειωμένα κέρδη της εταιρείας ήταν αποτέλεσμα της αυξημένης ανταγωνιστικότητας και των αλλαγών στην αγορά.
03
μειωμένος, ελαττωμένος
refering to a chord or interval that is reduced in size or intensity, typically by a half step, creating a tense or dissonant sound
Παραδείγματα
The song 's climax featured a diminished chord, adding a sense of dramatic tension to the piece.
Το αποκορύφωμα του τραγουδιού περιελάμβανε μια μειωμένη χορδή, προσθέτοντας μια αίσθηση δραματικής έντασης στο κομμάτι.
The composer used a diminished seventh interval to create a sense of unresolved anticipation.
Ο συνθέτης χρησιμοποίησε ένα μειωμένο διάστημα έβδομης για να δημιουργήσει μια αίσθηση άλυτης προσμονής.
Λεξικό Δέντρο
undiminished
diminished
diminish



























