Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Diminuendo
01
διμινούεντο
a slow and constant decrease in the volume of a musical piece
diminuendo
01
διαρκώς μειούμενη ένταση
(music) gradually decreasing in volume
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διμινούεντο
διαρκώς μειούμενη ένταση