Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meanwhile
01
εν τω μεταξύ, παράλληλα
at the same time but often somewhere else
Παραδείγματα
She started cooking dinner; meanwhile, her husband set the table.
Άρχισε να μαγειρεύει το βραδινό· εν τω μεταξύ, ο σύζυγός της έβαλε το τραπέζι.
The kids played in the backyard, meanwhile the adults prepared the food for the barbecue.
Τα παιδιά έπαιζαν στην πίσω αυλή, εν τω μεταξύ οι ενήλικες ετοίμαζαν το φαγητό για το μπάρμπεκιου.
02
εν τω μεταξύ, στο μεταξύ
during the period of time between two events or while waiting for something to happen
Παραδείγματα
The meeting will start soon. Meanwhile, I ’ll finish reviewing these documents.
Η συνάντηση θα ξεκινήσει σύντομα. Εν τω μεταξύ, θα τελειώσω την επανεξέταση αυτών των εγγράφων.
The car is being repaired. Meanwhile, we can grab lunch.
Το αυτοκίνητο επισκευάζεται. Εν τω μεταξύ, μπορούμε να πάρουμε μεσημεριανό.
03
εν τω μεταξύ, ταυτόχρονα
in a way that connects or contrasts two simultaneous actions, events, or conditions
Παραδείγματα
The company was struggling with budget cuts; meanwhile, its competitors were investing heavily in innovative projects.
Η εταιρεία αγωνιζόταν με περικοπές στον προϋπολογισμό· εν τω μεταξύ, οι ανταγωνιστές της επενδύουν έντονα σε καινοτόμα έργα.
Some employees were adapting well to the new remote work setup; meanwhile, others were facing challenges in staying connected.
Μερικοί εργαζόμενοι προσαρμόζονταν καλά στη νέα διαμόρφωση της τηλεργασίας· εν τω μεταξύ, άλλοι αντιμετώπιζαν προκλήσεις στη διατήρηση της σύνδεσης.
Meanwhile
Παραδείγματα
In the meanwhile, the workers finished preparing the documents.
Εν τω μεταξύ, οι εργάτες ολοκλήρωσαν την προετοιμασία των εγγράφων.
He went to the store; in the meanwhile, she cleaned the house.
Πήγε στο μαγαζί· εν τω μεταξύ, εκείνη καθάρισε το σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
meanwhile
mean
while



























