Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Courthouse
01
δικαστήριο, παλάτι δικαιοσύνης
a building containing judicial courts, offices of judges, etc.
Dialect
American
Παραδείγματα
The trial was held at the county courthouse downtown.
Η δίκη πραγματοποιήθηκε στο δικαστήριο στο κέντρο της πόλης.
She filed for divorce at the local courthouse.
Έκανε αίτηση διαζυγίου στο τοπικό δικαστήριο.
02
δικαστήριο, παλάτι της δικαιοσύνης
a government building that houses the offices of a county government
Λεξικό Δέντρο
courthouse
court
house



























