Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to puff up
[phrase form: puff]
01
φουσκώνω, διευρύνω
to make something larger or expand, often by adding air or gas
Παραδείγματα
The baker puffed up the dough to make it rise properly.
Ο φούρναρος φούσκωσε τη ζύμη για να φουσκώσει σωστά.
She puffed the pillow up to make it more comfortable.
Αυτή φούσκωσε το μαξιλάρι για να το κάνει πιο άνετο.
1.1
φουσκώνω, διευρύνομαι
to expand or become larger, usually because of being filled with air or gas
Παραδείγματα
The marshmallow puffs up when heated over the fire.
Το marshmallow φουσκώνει όταν θερμαίνεται πάνω από τη φωτιά.
The chef watched the pastry puff up while baking.
Ο σεφ παρακολούθησε τη ζύμη να φουσκώνει ενώ ψήνονταν.
02
φουσκώνω, πρήζομαι
to swell and become larger, usually because of an injury or illness
Παραδείγματα
Her ankle started to puff up after she twisted it during the hike.
Ο αστράγαλός της άρχισε να φουσκώνει αφού τον στρίψει κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας.
The bee sting made his hand puff up quickly.
Το τσίμπημα της μέλισσας έκανε το χέρι του να φουσκώσει γρήγορα.
03
φουσκώνω, υπερβάλλω
to praise or exaggerate how impressive or important someone or something is
Παραδείγματα
The CEO puffed up the company ’s achievements during the press conference.
Ο CEO μεγάλωσε τα επιτεύγματα της εταιρείας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου.
The magazine puffed up the celebrity ’s latest film as a must-see.
Το περιοδικό μεγάλωσε την τελευταία ταινία της διασημότητας ως απαραίτητη προβολή.
3.1
φουσκώνω, γεμίζω με υπερηφάνεια
to become noticeably proud or arrogant
Παραδείγματα
She tends to puff up when talking about her achievements.
Τείνει να φουσκώνει όταν μιλάει για τα επιτεύγματά της.
He puffed up with pride after receiving the award.
Φουσκώθηκε από περηφάνια αφού έλαβε το βραβείο.
04
φουσκώνω, ανορθώνω
(of an animal) to expand its body or a part of it, typically to appear bigger or keep warm
Παραδείγματα
The cat puffed up its fur to appear more intimidating to the other animals.
Η γάτα φούσκωσε τη γούνα της για να φανεί πιο τρομακτική στα άλλα ζώα.
The squirrel puffed its tail up to look bigger in front of potential threats.
Ο σκίουρος φούσκωσε την ουρά του για να φανεί μεγαλύτερος μπροστά σε πιθανές απειλές.
4.1
φουσκώνω, σηκώνω τα τρίχωμα
(of an animal) to become larger, often with feathers or fur rising to keep warm
Παραδείγματα
The cat puffs up when it gets cold.
Η γάτα φουσκώνει όταν κρυώνει.
The squirrel becomes puffed up to stay warm in the winter.
Ο σκίουρος φουσκώνει για να παραμείνει ζεστός το χειμώνα.



























