Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excruciating
01
βασανιστικός, ανυπόφορος
causing extreme pain or discomfort
Παραδείγματα
The excruciating pain in his leg made every step a challenge after the accident.
Ο αφόρητος πόνος στο πόδι του έκανε κάθε βήμα μια πρόκληση μετά το ατύχημα.
The patient described the excruciating agony of a migraine that lasted for hours.
Ο ασθενής περιέγραψε την αφόρητη αγωνία μιας ημικρανίας που διήρκεσε ώρες.
Λεξικό Δέντρο
excruciatingly
excruciating
excruciate



























