Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
agonizing
01
βασανιστικός, οδυνηρός
causing a lot of difficulty, pain, distress, or discomfort
Παραδείγματα
The agonizing wait for test results filled her with dread.
Η βασανιστική αναμονή για τα αποτελέσματα των τεστ τη γέμισε τρόμο.
The agonizing decision to end the relationship weighed heavily on his mind.
Η οδυνηρή απόφαση να τελειώσει τη σχέση του ζύγιζε βαριά στο μυαλό του.
Λεξικό Δέντρο
agonizingly
agonizing
agonize
agon



























