Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
agog
01
ενθουσιασμένος, ανυπόμονος
feeling or showing great interest and anticipation for something or someone
Παραδείγματα
She was agog with excitement when she heard she had won the grand prize in the lottery.
Ήταν γεμάτη ενθουσιασμό όταν άκουσε ότι κέρδισε το μεγάλο βραβείο στο λαχείο.
Fans were agog as the long-awaited movie trailer finally premiered online.
Οι θαυμαστές ήταν ενθουσιασμένοι όταν το πολυαναμενόμενο τρέιλερ της ταινίας έκανε τελικά πρεμιέρα στο διαδίκτυο.



























