Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
excursive
01
ασύνδετος, παρεκβατικός
(of a lecture, writing, etc.) likely to wander off the main topic in a confusing and incomprehensible way
Παραδείγματα
His excursive lecture included many unrelated anecdotes that made it hard to follow the main point.
Η πλαγιοποδική διάλεξή του περιλάμβανε πολλά άσχετα ανέκδοτα που έκαναν δύσκολο να ακολουθήσει κανείς το κύριο σημείο.
The book 's excursive narrative took readers on various tangents away from the main story.
Η παρεκβατική αφήγηση του βιβλίου πήγε τους αναγνώστες σε διάφορες παρεκκλίσεις μακριά από την κύρια ιστορία.
Λεξικό Δέντρο
excursive
excurs



























