Excusable
volume
British pronunciation/ɛkskjˈuːsəbə‍l/
American pronunciation/ɪkˈskjuzəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "excusable"

01

capable of being overlooked

02

easily excused or forgiven

excusable

adj

excuse

n

excusably

adv

excusably

adv

inexcusable

adj

inexcusable

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store