Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
defensible
01
υπερασπίσιμος, δικαιολογήσιμος
having a justifiable basis that can be supported or explained
Παραδείγματα
His decision to leave early was defensible given the worsening weather conditions.
Η απόφασή του να φύγει νωρίς ήταν δικαιολογημένη δεδομένων των επιδεινούμενων καιρικών συνθηκών.
The teacher ’s strict rules were defensible to maintain discipline in the classroom.
Οι αυστηροί κανόνες του δασκάλου ήταν υπερασπίσιμοι για τη διατήρηση της πειθαρχίας στην τάξη.
Λεξικό Δέντρο
defensibility
indefensible
defensible
defense
defend



























