Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to exculpate
01
αθωώνω, εξαγνίζω
to clear someone's name of accusations and prove their innocence
Παραδείγματα
The new evidence helped to exculpate the wrongly accused man.
Τα νέα στοιχεία βοήθησαν να αθωωθεί ο άνδρας που κατηγορήθηκε λανθασμένα.
She worked tirelessly to exculpate her friend from the false charges.
Δούλεψε ακούραστα για να αθωώσει τον φίλο της από τις ψευδείς κατηγορίες.
Λεξικό Δέντρο
exculpated
exculpation
exculpatory
exculpate
exculp



























