Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpleasant
Παραδείγματα
It 's unpleasant to work in an office with no windows.
Είναι δυσάρεστο να δουλεύεις σε ένα γραφείο χωρίς παράθυρα.
The news of the layoffs created an unpleasant atmosphere in the office.
Τα νέα των απολύσεων δημιούργησαν μια δυσάρεστη ατμόσφαιρα στο γραφείο.
02
δυσάρεστος, δυσάρεστος
(of a person) behaving in a way that makes others feel uncomfortable, hurt, or sad
Παραδείγματα
She was unpleasant during the meeting, making everyone feel uneasy.
Ήταν δυσάρεστη κατά τη διάρκεια της συνάντησης, κάνοντας όλους να αισθάνονται άβολα.
Do n't be so unpleasant; it's just a simple question.
Μην είσαι τόσο δυσάρεστος; είναι απλά μια απλή ερώτηση.
Λεξικό Δέντρο
unpleasant
pleasant
please



























