Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
displeasing
01
δυσάρεστος, απογοητευτικός
causing dissatisfaction or a lack of enjoyment
Παραδείγματα
The dull colors of the painting were visually displeasing.
Τα θαμπά χρώματα της ζωγραφικής ήταν οπτικά δυσάρεστα.
His tone was displeasing and came off as condescending.
Ο τόνος του ήταν δυσάρεστος και φαινόταν υπεροπτικός.
Λεξικό Δέντρο
displeasing
pleasing
please



























