Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disagreeable
01
δυσάρεστος, δυσάρεστος
not to your liking
02
δυσάρεστος, δυσάρεστος
unpleasant to interact with
03
δυσάρεστος, αντιπαθής
opposed to what is likeable or pleasant for one
Παραδείγματα
The weather turned disagreeable, with strong winds and heavy rain.
Ο καιρός έγινε δυσάρεστος, με δυνατούς ανέμους και ισχυρή βροχή.
His disagreeable attitude made it difficult for the team to collaborate.
Η δυσάρεστη συμπεριφορά του έκανε δύσκολη τη συνεργασία της ομάδας.
Λεξικό Δέντρο
disagreeable
agreeable
agree



























