Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disadvantaged
01
μειονεκτικός, αποκλεισμένος
(of a person or area) facing challenging circumstances, especially financially or socially
Παραδείγματα
The disadvantaged neighborhood lacked access to quality education and healthcare.
Η προβληματική γειτονιά δεν είχε πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη.
Many disadvantaged families struggle to afford basic necessities such as food and shelter.
Πολλές οικογένειες σε μειονεκτική θέση δυσκολεύονται να αντέξουν οικονομικά βασικές ανάγκες όπως τροφή και στέγαση.
Λεξικό Δέντρο
disadvantaged
advantaged
advantage



























