Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disagreeably
Παραδείγματα
The food was disagreeably salty, making it hard to eat.
Το φαγητό ήταν δυσάρεστα αλμυρό, κάνοντάς το δύσκολο να φαγωθεί.
He spoke disagreeably, which made everyone uncomfortable.
Μίλησε δυσάρεστα, κάτι που έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
Λεξικό Δέντρο
disagreeably
agreeably
agreeable
agree



























