Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disaffection
01
δυσαρέσκεια, αποξένωση
a sense of discontent, particularly towards a governing system
Παραδείγματα
If the government does n’t address the growing disaffection among the people, it may face serious consequences in the upcoming elections.
Αν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ του λαού, μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες στις επερχόμενες εκλογές.
After the scandal, there was a noticeable disaffection among the citizens toward their elected officials.
Μετά το σκάνδαλο, υπήρχε μια αισθητή δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτών απέναντι στους εκλεγμένους αξιωματούχους τους.
Λεξικό Δέντρο
disaffection
affection
affect



























