Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disallow
01
απαγορεύω, απορρίπτω
to reject or forbid something officially
Transitive: to disallow sth
Παραδείγματα
The school administration decided to disallow cell phone usage during class hours.
Η διοίκηση του σχολείου αποφάσισε να απαγορεύσει τη χρήση κινητών τηλεφώνων κατά τις ώρες μαθήματος.
The committee voted to disallow the proposed budget amendment, citing its potential negative impact on essential services.
Η επιτροπή ψήφισε να απαγορεύσει την προτεινόμενη τροποποίηση του προϋπολογισμού, αναφέροντας την πιθανή αρνητική της επίδραση σε βασικές υπηρεσίες.
Λεξικό Δέντρο
disallow
allow



























