Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpleasantly
Παραδείγματα
The room smelled unpleasantly of stale cigarettes.
Το δωμάτιο μύριζε δυσάρεστα μπαγιάτικα τσιγάρα.
The fabric felt unpleasantly rough against her skin.
Το ύφασμα ένιωθε δυσάρεστα τραχύ στο δέρμα της.
02
δυσάρεστα, με αγενή τρόπο
in an unkind or socially offensive manner
Παραδείγματα
" You again? " he said unpleasantly, barely looking up from his phone.
"Εσύ πάλι;" είπε δυσάρεστα, μόλις σηκώνοντας το βλέμμα του από το τηλέφωνό του.
He smirked unpleasantly when she made a mistake.
Χαμογέλασε δυσάρεστα όταν έκανε λάθος.
Λεξικό Δέντρο
unpleasantly
pleasantly
pleasant
please



























