Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unpleasing
01
δυσάρεστος, μη ευχάριστος
giving no pleasure or enjoyment
Παραδείγματα
The unpleasing noise from the engine made the ride uncomfortable.
Ο δυσάρεστος θόρυβος από τον κινητήρα έκανε τη διαδρομή άβολη.
His unpleasing attitude discouraged others from joining the conversation.
Η δυσάρεστη συμπεριφορά του απέτρεψε τους άλλους από το να συμμετάσχουν στη συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
unpleasing
pleasing
please



























