Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unprecedented
01
πρωτοφανής, απροηγούμενος
never having existed or happened before
Παραδείγματα
The pandemic caused an unprecedented disruption to global travel and commerce.
Η πανδημία προκάλεσε μια πρωτοφανή διακοπή στις παγκόσμιες μετακινήσεις και το εμπόριο.
The unprecedented heatwave led to record-breaking temperatures across the region.
Το πρόσφατο κύμα ζέστης οδήγησε σε ρεκόρ θερμοκρασιών σε όλη την περιοχή.
Λεξικό Δέντρο
unprecedented
precedented



























