Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unprejudiced
01
αμερόληπτος, χωρίς προκαταλήψεις
free from bias or preconceived opinions
Παραδείγματα
She gave an unprejudiced review of the book.
Έδωσε μια αμερόληπτη κριτική για το βιβλίο.
An unprejudiced jury is essential for a fair trial.
Ένα αμερόληπτο δικαστήριο είναι απαραίτητο για μια δίκαιη δίκη.
Λεξικό Δέντρο
unprejudiced
prejudiced
prejudice



























