Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unproductive
01
απρόοδος, αναποτελεσματικός
ineffective in producing positive or meaningful outcomes
Παραδείγματα
The unproductive meeting wasted everyone's time and did n't generate any new ideas.
Η απρόοδος συνάντηση σπατάλησε το χρόνο όλων και δεν παρήγαγε νέες ιδέες.
Her procrastination made her workday unproductive, as she did n't complete any tasks.
Η αναβλητικότητά της έκανε την εργάσιμη ημέρα της απρόοδη, καθώς δεν ολοκλήρωσε καμία εργασία.
Παραδείγματα
The farmers struggled with unproductive land that barely supported crops.
Οι αγρότες αγωνίστηκαν με απρόσοδο γη που μόλις υποστήριζε τις καλλιέργειες.
Efforts to cultivate the unproductive soil failed due to poor nutrients.
Οι προσπάθειες καλλιέργειας του απρόσιτου εδάφους απέτυχαν λόγω των φτωχών θρεπτικών συστατικών.
03
απροϊόν, μη παραγωγικός
not capable of generating new word forms or constructions
Παραδείγματα
The suffix " -th " is now largely unproductive in English, with very few new words being formed with it.
Το επίθημα "-th" είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό απρόοδο στα αγγλικά, με πολύ λίγες νέες λέξεις να σχηματίζονται με αυτό.
In modern English, the use of certain prefixes like " be- " has become unproductive, meaning new words rarely use it.
Στα σύγχρονα Αγγλικά, η χρήση ορισμένων προθημάτων όπως "be-" έχει γίνει απρόοδη, που σημαίνει ότι οι νέες λέξεις σπάνια το χρησιμοποιούν.
Λεξικό Δέντρο
unproductive
productive
product



























