Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
infertile
01
άγονος, ακατάλληλος για καλλιέργεια
unable to produce or support growth, especially in terms of soil or land that lacks the necessary nutrients to grow plants
Παραδείγματα
The infertile soil in the region made farming a difficult task.
Το άγονο έδαφος της περιοχής έκανε τη γεωργία δύσκολη εργασία.
The land became infertile after years of overfarming without proper crop rotation.
Η γη έγινε άγονη μετά από χρόνια υπερκαλλιέργειας χωρίς σωστή περιστροφή καλλιεργειών.
Λεξικό Δέντρο
infertile
fertile



























