Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infidelity
01
απιστία, μοιχεία
the act of being unfaithful to a spouse or committed partner, typically involving a romantic or sexual relationship with someone else
Λεξικό Δέντρο
infidelity
fidelity
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απιστία, μοιχεία
Λεξικό Δέντρο