Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infill
01
συμπλήρωση, αστική πυκνότητα
the process of filling empty spaces in cities or neighborhoods within a built environment
Παραδείγματα
The infill strategy aimed to promote denser, more sustainable urban growth.
Η στρατηγική συμπλήρωσης είχε ως στόχο την προώθηση μιας πυκνότερης, πιο βιώσιμης αστικής ανάπτυξης.
The city council approved infill development to make better use of urban land.
Το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε την συμπλήρωση ανάπτυξης για την καλύτερη αξιοποίηση των αστικών εκτάσεων.
Λεξικό Δέντρο
infill
fill



























