Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infighting
01
εσωτερικές διαμάχες, μη φιλικός ανταγωνισμός μεταξύ μελών μιας ομάδας
arguments or unfriendly competition between members of a group
Λεξικό Δέντρο
infighting
fighting
fight
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εσωτερικές διαμάχες, μη φιλικός ανταγωνισμός μεταξύ μελών μιας ομάδας
Λεξικό Δέντρο